Τα οξείδια του θείου και του αζώτου που παράγονται από τη βιομηχανία αιωρούνται και μεταφέρονται στην ατμόσφαιρα με συνέπεια να έρχονται σε επαφή με τους υδρατμούς ή τις υδροσταγόνες και να συμμετέχουν στην δημιουργία των νεφών.
Το νερό της βροχής υπό φυσιολογικές συνθήκες έχει μια οξύτητα 5.6 της κλίμακας pH (Σχήμα 2). Με την είσοδο όμως των διαφόρων οξειδίων στη διαδικασία του σχηματισμού της βροχής το νερό της βροχής αποκτά μεγαλύτερη οξύτητα (π.χ. pH 2.5 ή 2) και διαβρώνει τα δάση αλλά και τις ανθρώπινες κατασκευές με τις οποίες έρχεται σε επαφή.
Παράλληλα με τη δημιουργία της όξινης βροχής, τα διοξείδια του θείου και του αζώτου αιωρούμενα μέσα στην ατμόσφαιρα κινούνται προς την επιφάνεια της γης και τελικά επικάθονται στο έδαφος.
Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ξηρά εναπόθεση και προκαλεί και αυτή προβλήματα στις επιφάνειες που έρχεται σε επαφή (δέντρα-κτίρια).
Τις τελευταίες δεκαετίες η επιστημονική κοινότητα έχει επισημάνει τη διάβρωση ιστορικών κτιρίων σε πολλά μέρη του κόσμου (εικόνες 3,4,5) από την όξινη βροχή και την ξηρά εναπόθεση των οξειδίων.
Οι κύριες πηγές για τα διοξείδια του θείου και του αζώτου είναι οι μεταλλευτικές βιομηχανίες και γενικότερα οι βιομηχανίες που χρησιμοποιούν γαιάνθρακες και πετρέλαιο για την ενέργεια τους.
Η παραγωγή και χρήση ενέργειας είναι, για μια ακόμη φορά, η κύρια πηγή προβλήματος.